- πανσεληνιακός
- πανσεληνιακός, ή, όν,A of or at the full moon, συζυγία, σύνδεσμος, Ptol.Tetr.92, cf. Vett.Val.21.22, al., Paul.Al.G.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πανσεληνιακός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακός — ή, όν, Α [πανσέληνος] ο σχετικός με την πανσέληνο ή αυτός που συμβαίνει κατά την πανσέληνο … Dictionary of Greek
πανσεληνιακῶν — πανσεληνιακός of fem gen pl πανσεληνιακός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακόν — πανσεληνιακός of masc acc sg πανσεληνιακός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακαῖς — πανσεληνιακός of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακαί — πανσεληνιακός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακοῖς — πανσεληνιακός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακοῦ — πανσεληνιακός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακούς — πανσεληνιακός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακῆς — πανσεληνιακός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσεληνιακῇ — πανσεληνιακός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)